- κέρωμα
- το[κερώνω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κερώνω, η επάλειψη με κερί, κήρωμα*2. μτφ. μεγάλη ωχρότητα, κιτρίνισμα, χλόμιασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κέρωμα — το, ατος 1. άλειμμα με κερί. 2. κιτρίνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κήρωμα — και κέρωμα, το (ΑΜ κήρωμα) [κηρώ] η επικάλυψη, η επάλειψη ενός αντικειμένου με κερί μσν. αρχ. τόπος κοντά στην παλαίστρα όπου οι αθλητές άλειφαν το σώμα τους με ύλη που περιείχε κερί μσν. μτφ. παλαίστρα αρχ. 1. το επικάλυμμα από κερί 2. πράγμα… … Dictionary of Greek